Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Οι γονείς που ζητούν πολλά…

Γράφει ο Δημήτρης Παπαδημητριάδης
MD MSc, ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής
Παρατηρούμε ότι πολλοί έφηβοι, αλλά και μικρότερα παιδιά, που πιέζονται από τους γονείς ή τους δασκάλους τους να αριστεύουν, σταδιακά ...
απομακρύνονται από εκείνους. Ενίοτε εκδηλώνουν έντονες αντιδράσεις με κάθε αφορμή, κι άλλοτε κλείνονται στον εαυτό τους, ή ακόμη – ακόμη αναζητούν καταφύγιο πίσω από την οθόνη του υπολογιστή ή του κινητού.

Η κοινωνία μας είναι σφόδρα ανταγωνιστική. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου όλοι προσπαθούν να αποκτούν όσα το δυνατόν περισσότερο χαρτιά και πιστοποιήσεις για να αισθάνονται ασφαλείς, είναι εντελώς φυσικό ότι οι γονείς ανησυχούν για το ενδεχόμενο τα δικά τους παιδιά να μείνουν πίσω, να υστερήσουν στις αναγκαίες δεξιότητες για την επιβίωσή τους και τελικά να αποτύχουν.

Κι όμως, η ίδια η επιτυχία σχετίζεται καταρχήν με ψυχολογικές ικανότητες και δευτερευόντως με την ποσοτικοποίηση της επίδοσης. Για παράδειγμα, είναι συνάρτηση της αισιοδοξίας, δηλαδή εκείνης της στάσης ζωής από την οποία αντιμετωπίζει κανείς τον κόσμο ως ένα θετικό μέρος, όπου όλες οι απογοητεύσεις και οι ματαιώσεις μπορούν να αναιρούνται από την ελπίδα και με την ενδιάθετη τάση ότι όλα μπορούν να διορθώνονται προς το καλύτερο. Επίσης, συνδέεται με τη φυσική, ανθρώπινη περιέργεια, που είναι το καύσιμο στην κάμινο της μάθησης. Εξαρτάται, ακόμη, από την αυτοεκτίμηση, που αφορά στην εγγενή εμπιστοσύνη προς τον εαυτό ως ικανό να διαχειρίζεται αρνητικά συναισθήματα και να αντεπεξέρχεται στα εμπόδια και στις αντιξοότητες της ζωής.

Αυτές οι ψυχολογικές δεξιότητες ευδοκιμούν στο έδαφος της σταθερής και ασφαλούς σχέσης των γονέων με τα παιδιά τους. Μια τέτοια σχέση είναι εφικτή μόνο όταν οι γονείς παρέχουν ζωτικό χώρο στα παιδιά. Με τη διαρκή υποστηρικτική τους παρουσία – κατά την οποία ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους – χωρίς όμως το συνεχή έλεγχο και την πνιγηρή υπεραπασχόληση μαζί τους.

Ειδικά, όμως, σε ό,τι αφορά στην επίδοση, η υπερεγρήγορση των γονέων για τους βαθμούς, κατά απόλυτα ειρωνικό τρόπο ανατροφοδοτεί ανασταλτικά τόσο την ψυχολογική, όσο και την ακαδημαϊκή εξέλιξη των παιδιών. Όταν οι γονείς επενδύουν υπερβολικά στην επίδοση, τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό ότι θα αναπτύξουν τα δικά τους, βιώσιμα και μακροπρόθεσμα κίνητρα γι’ αυτήν. Καθιστώντας το διακύβευμα πολύ υψηλό, συντηρείται ένα συναίσθημα φόβου που οδηγεί τα παιδιά και τους εφήβους στην αέναη προσπάθεια να αποτρέπουν κάθε σφάλμα με κάθε κόστος. Αυτό το επίπεδο στρες εξωθεί στην αποφυγή της μελέτης, παροπλίζει τις εκτελεστικές λειτουργίες, καταστέλλει την περιέργεια και το ενδιαφέρον για νέες προκλήσεις και αυξάνει το δυναμικό ανειλικρίνειας των παιδιών προς τους γονείς τους.

Επιπλέον, ένα παιδί που συνεχώς επιπλήττεται για τους βαθμούς του και επιστρέφει στο σπίτι με ντροπή ή με ενοχές, ενδέχεται να αρχίσει να νιώθει θυμό, ή δυσαρέσκεια για την οικογένεια. Υιοθετεί ολοένα και πιο αντικοινωνικές συμπεριφορές, όπως η άρνηση να συμμορφώνεται με κανόνες. Εκδηλώνει συχνές λεκτικές εκρήξεις, φλερτάρει με την παραβατικότητα, αρνείται να διαβάζει και να βάζει στόχους που θα ικανοποιούν τους γονείς του, ή στη χειρότερη γίνεται ευάλωτο στην κατάθλιψη και στο χρόνιο άγχος.

Μερικοί έφηβοι είναι, βέβαια, σε θέση να συμμορφώνονται υπό πίεση. Αλλά αυτή η συμμόρφωση υπονομεύει την πραγματική επίλυση των προβλημάτων με προσωπική κρίση και αυτόνομη σκέψη. Καθυστερεί την εγκατάσταση αυτοδυναμίας και την καλλιέργεια σθένους. Χωρίς το περιθώριο να βρίσκουν το δικό τους τρόπο στα πράγματα, οι έφηβοι αποτυγχάνουν να χτίσουν μια αντίληψη του εαυτού που θα κινητοποιείται από μέσα. Σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση, βρίσκονται μπερδεμένοι ανάμεσα στην εύκολη απογοήτευση από τις τυχόν ατέλειές τους και στην αίσθηση ότι δεν θα πρέπει να χρειάζονται βοήθεια. Εκεί, βυθίζονται σιωπηλά κάτω από το βάρος της συνεχούς πίεσης “να είναι πρώτοι”, και παγιδεύονται στην προσπάθειά τους να αποφεύγουν τα συναισθήματα απελπισίας και ντροπής, ενώ την ίδια στιγμή αισθάνονται ότι ο κόσμος τους είναι εύθραυστος. Πρόκειται για αυτό το οριακό σημείο στο οποίο οι θεραπευτές ακούμε έναν έφηβο να μας εξιστορεί πως θα προτιμούσε να μη ζει παρά να απογοητεύει τους γονείς του…

Κι έπειτα, η υπερενασχόληση των γονέων με την αποτίμηση της πνευματικής προσπάθειας, μοιραία οδηγεί τα παιδιά να εξαρτώνται υπερβολικά από τη δική τους αξιολόγηση σ’ ένα ακόμη μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Αλλά ο εθισμός στην εξωτερική έγκριση και επιδοκιμασία κάνει τους ανθρώπους “τοξικομανείς” για αυτοεκτίμηση. Χρειάζονται αδιάλειπτα την εξωτερική απόδειξη της αξίας τους και παρουσιάζουν μια μόνιμη ανάγκη για την επικύρωση από τους άλλους ώστε να αισθάνονται κάποια εσωτερική σταθερότητα. Εγκλωβίζονται σ’ ένα φαύλο συναισθηματικό αγώνα.

Επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω σε αυτό το σημείο, ότι η οριοθέτηση της σχέσης με τα παιδιά είναι πάντα χρήσιμη και απαραίτητη. Αλλά τα όρια είναι οι προσωπικές γραμμές ιδιοκτησίας που καθορίζουν ποιοι είμαστε, για ποια πράγματα είμαστε υπεύθυνοι οι ίδιοι και που έχουμε περιορισμούς. Αυτό σημαίνει ότι τα όρια αφορούν στην κάθε πλευρά ξεχωριστά. Με τα όρια δεν εννοούμε τις παρεμβάσεις, αλλά πόσο διακριτοί είναι οι ρόλοι και οι υποχρεώσεις των δύο.

Οι γονείς που έχουν υπερβολικό άγχος για τα παιδιά τους συχνά υπερλειτουργούν για λογαριασμό τους και τότε τα όρια της μεταξύ τους σχέσης γίνονται πολύ θολά. Εξάλλου, όταν οι γονείς υποκαθιστούν τα παιδιά τους στην οργάνωση της μελέτης ή, πολύ περισσότερο, στον επαγγελματικό προσανατολισμό τους, διεγείρεται ο μηχανισμός της ψυχολογικής αντίστασης. Εκείνη, δηλαδή, η έμφυτη λειτουργία που ενεργοποιείται σε κάθε άνθρωπο, κάθε φορά που αποστερείται ελευθεριών και δικαιωμάτων με την έντονη και άκαμπτη παρότρυνση προς μια κατεύθυνση. Αυτή η ψυχολογική αντίδραση που εμφανίζεται τη στιγμή ακριβώς που καταλύονται τα όρια, οδηγεί αυτόματα έναν άνθρωπο οποιασδήποτε ηλικίας στην αντίθετη θέση. Ιδιαίτερα, δε, ένα παιδί χωρίς το ανεπτυγμένο αισθητήριο του ενήλικα, που ακούει το ίδιο μήνυμα επανειλημμένα και αρχίζει να το αντιμετωπίζει ως φορτισμένο με πολύ αρνητικό πρόσημο.

Συμπερασματικά, θα ήθελα να προτρέψω τους γονείς από το βήμα που μου παρέχετε, να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους για το καλύτερο, χωρίς να γίνονται επικριτικοί όταν οι βαθμοί τους δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικοί. Δεν είναι σκόπιμο να βιάζονται στην ετυμηγορία τους ότι το παιδί δεν προσπάθησε αρκετά, ή ότι τεμπέλιασε. Όπως επίσης δεν είναι σκόπιμο να εμπλέκονται υπερβολικά στην προσπάθεια των παιδιών και στην οργάνωσή τους. Να εγκαταλείπουν την τελειομανία και να αποδέχονται τα σφάλματα των παιδιών, στο πλαίσιο των δικών τους ενεργειών, σαν οδηγά σημεία της ζωής. Να μην επιμένουν σε πολλές, πρόσθετες, εξωσχολικές δραστηριότητες σε βάρος της ανάγκης των παιδιών για παιχνίδι και ανεμελιά. Η επιβίωση, η καταξίωση και η ευτυχία τους στην ενήλικη ζωή προϋποθέτει ψυχική υγεία. Το δίχως άλλο, αυτή η ευαίσθητη ισορροπία θεμελιώνεται οπωσδήποτε κατά την παιδική και εφηβική ηλικία